Νεμέα

Νεμέα
Νεμέα (-έα, -έας, -έᾳ, -έᾳ.) in the Argolis, site of a sanctuary to Zeus, in whose honour games were held. “θηρός, ὃν πάμπρωτον ἀέθλων κτεῖνά ποτ' ἐν Νεμέᾳ” Herakles speaks of the Nemean lion, whose hide he wears I. 6.48
1

κλεινᾷ τ' ἐν Ἰσθμῷ τετράκις εὐτυχέων, Νεμέᾳ τ O. 7.82

σὲ μὲν Νεμέᾳ πρόφατον θῆκεν (sc. Ζεύς) O. 8.16

καὶ Νεμέᾳ γὰρ ὁμῶς ἐρέω ταύταν χάριν O. 8.57

Νεμέας κατὰ κόλπον (cf. N. 6.44) O. 9.87

Ἰσθμοῖ τά τ' ἐν Νεμέᾳ O. 13.98

ἅρμα δ' ὀτρύνει Χρομίου Νεμέα τ ἔργμασιν νικαφόροις ἐγκώμιον ζεῦξαι μέλος N. 1.7

ἑπτὰ δ (sc. στεφάνοις ἔμιχθεν) ἐν Νεμέᾳ, τὰ δ' οἴκοι μάσσον ἀριθμοῦ, Διὸς ἀγῶνι (v. ἀγών) N. 2.23 ἐν βαθυπεδίῳ Νεμέᾳ in Nemea's low-lying plain N. 3.18

τίν γε μὲν Νεμέας Ἐπιδαυρόθεν τ' ἄπο δέδορκεν φάος N. 3.84

τό μοι θέμεν Κρονίδᾳ τε Δὶ καὶ Νεμέᾳ Τιμασάρχου τε πάλᾳ ὕμνου προκώμιον εἴη N. 4.9

Οὐλυμπίᾳ τε καὶ Ἰσθμοῖ Νεμέᾳ τε N. 4.75

ἁ Νεμέα μὲν ἄραρεν μείς τ' ἐπιχώριος (v. μείς) N. 5.44

ἦλθέ τοι Νεμέας ἐξ ἐρατῶν ἀέθλων παῖς ἐναγώνιος N. 6.12

πεντάκις Ἰσθμοῖ στεφανωσάμενος, Νεμέᾳ δὲ τρεῖς N. 6.20

ἀμφὶ Νεμέᾳ πολύφατον θρόον ὕμνων δόνει ἡσυχᾷ N. 7.80

καὶ τὸν Ἰσθμοῖ καὶ Νεμέᾳ στέφανον (sc. ἐκράτησε) N. 10.26

ἐν Ἰσθμῷ, Νεμέᾳ δὲ I. 5.18

ἐν Νεμέᾳ μὲν πρῶτον, ὦ Ζεῦ, τὶν ἄωτον δεξάμενοι στεφάνων I. 6.3

τρεῖς (sc. νίκας)

ἀπ' Ἰσθμοῦ τὰς δ ἀπ εὐφύλλου Νεμέας I. 6.61

Ἰσθμιάδος τε νίκας ἄποινα καὶ Νεμέᾳ ἀέθλων ὅτι κράτος ἐξεῦρε I. 8.4

]οι Νεμέα κ[ fr. 1b. 3. εἴπερ τριῶν Ἰσθμ[οῖ], Νεμλτ;έγτ;αλτ;ι δγτ;ὲ δυ[οῖν (e Σ supp. Lobel) fr. 6a. h.

Lexicon to Pindar. . 2010.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Νεμέα — Νεμέᾱ , Νέμειος wooded district fem nom/voc/acc dual (doric) Νεμέᾱ , Νέμειος wooded district fem nom/voc sg (attic doric aeolic) Νεμέᾱ , Νεμέα wooded district fem nom/voc/acc dual Νεμέᾱ , Νεμέα wooded district fem nom/voc sg (attic doric… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Νεμέᾳ — Νεμέᾱͅ , Νέμειος wooded district fem dat sg (attic doric aeolic) Νεμέαι , Νεμέα wooded district fem nom/voc pl Νεμέᾱͅ , Νεμέα wooded district fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Νέμεα — wooded district neut nom/voc/acc pl Νέμειος wooded district neut nom/voc/acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Νέμεα — Κωμόπολη (υψόμ. 320 μ., 4.249 κάτ.), στην πρώην επαρχία Κορινθίας του ομώνυμου νομού. Χτισμένη στις δυτικές κλιτύες του Προφήτη Ηλία, είναι το εμπορικό και αγροτικό κέντρο της εύφορης περιοχής της, της οποίας κύριο προϊόν είναι το κρασί, για το… …   Dictionary of Greek

  • Νεμέα — Κωμόπολη (υψόμ. 320 μ., 4.249 κάτ.), στην πρώην επαρχία Κορινθίας του ομώνυμου νομού. Χτισμένη στις δυτικές κλιτύες του Προφήτη Ηλία, είναι το εμπορικό και αγροτικό κέντρο της εύφορης περιοχής της, της οποίας κύριο προϊόν είναι το κρασί, για το… …   Dictionary of Greek

  • Νεμέα — Sp Nemėja Ap Νεμέα/Nemea L C Graikija …   Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė

  • νεμέᾳ — νεμέαι , νέμω deal out fut ind mid 2nd sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νέμεα — νέμος wooded pasture neut nom/voc/acc pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Αρχαία Νεμέα — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 340 μ., 742 κάτ.) του νομού Κορινθίας. Βρίσκεται στο νότιο τμήμα του νομού, κοντά στη Νεμέα. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Νεμέας …   Dictionary of Greek

  • Νεμέας — Νεμέᾱς , Νέμειος wooded district fem acc pl (doric) Νεμέᾱς , Νέμειος wooded district fem gen sg (attic doric aeolic) Νεμέᾱς , Νεμέα wooded district fem acc pl Νεμέᾱς , Νεμέα wooded district fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Νεμέαι — Νεμέᾱͅ , Νέμειος wooded district fem dat sg (attic doric aeolic) Νεμέα wooded district fem nom/voc pl Νεμέᾱͅ , Νεμέα wooded district fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”